- τεχνάζω
- ΝΜΑ [τέχνη]μέσ. τεχνάζομαιεπινοώ, σοφίζομαι, σκαρφίζομαινεοελλ.(το μέσ.) δολοπλοκώ, μηχανορραφώμσν.(το μέσ.) μεταβάλλω κάτι με επινόηση («τινὲς τῶν μήλων τοὺς καρποὺς ἐρυθροὺς τεχνάζονται οὕτω», Γεωπ.)αρχ.1. μεταχειρίζομαι, εφαρμόζω τέχνη2. χρησιμοποιώ τεχνάσματα, φέρομαι με πανούργο ή δόλιο τρόπο («τοὺς λαγὼς θηρῶντες πολλὰ τεχνάζουσιν», Ξεν.)3. (με απρμφ.) επινοώ με πανούργο τρόπο για να... («τεχνάζων προσπεσόντα τὸν ὑσσὸν μὴ μένειν ὀρθόν», Πλούτ.)4. παθ. κατασκευάζομαι εντέχνως («ἅμαξαι τετεχνασμέναι ὥσπερ οἰκήματα», Ιπποκρ.).
Dictionary of Greek. 2013.